ἀγήρω

ἀγήρω
ἀγήραος
ageless
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic)
ἀγήραος
ageless
masc/fem/neut gen sg (epic doric aeolic)
ἀγήραος
ageless
masc/fem acc sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀγήρῳ — ἀγήραος ageless masc/fem/neut dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγήρωι — ἀγήρῳ , ἀγήραος ageless masc/fem/neut dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • нестарѣ˫аисѧ — (7*) пр. То же, что нестаростьныи: неизмѣнимыи. неконьчьнии онъ. и нестарѣющиисѧ вѣкъ. (ἀγήρω) ΚΕ XII, 205б; то же ПНЧ XIV, 195г; въспри˫аша присносѹщеѥ и нестарѣющеѥсѧ бл҃жньство. ПрЛ XIII, 105б; и преиде въ ѡну нестарѣющюсѧ бесконечную жизнь.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αναξίμανδρος — I (Μίλητος 611/10 – 547/6 π.Χ.). Φιλόσοφος. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες. Ήταν πάντως αρχηγός της Σχολής της Μιλήτου στα μέσα του 6ου αι., μετά τον Θαλή. Από το έργο του διασώζεται μια περικοπή που αναφέρει ο Αριστοτέλης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”